αβαείο
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αβαείο | τα | αβαεία |
γενική | του | αβαείου | των | αβαείων |
αιτιατική | το | αβαείο | τα | αβαεία |
κλητική | αβαείο | αβαεία | ||
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία επεξεργασία
- αβαείο < (καθαρεύουσα) ἀβαεῖον, αβάς + -είο < μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική abbaye[1]
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /a.vaˈi.o/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐εί‐ο
Ουσιαστικό επεξεργασία
αβαείο ουδέτερο (καθαρεύουσα: αββαείον ουδέτερο)
- (χριστιανισμός) το ιερό οικοδόμημα, ακριβέστερα μοναστήρι (λέγεται για τα καθολικά μοναστήρια), που διοικείται από έναν αβά (= πνευματικό πατέρα της κοινότητας)
- ↪Το Αβαείο του Πέλλαπαϊς αποτελεί μοναδικό δείγμα μοναστηριού γοτθικού ρυθμού στην ανατολή
- η κατοικία του αβά
Συγγενικά επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
- αβαείο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις επεξεργασία
αβαείο
|
Αναφορές επεξεργασία
- ↑ αβαείο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας