abbaye
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abbaye | abbayes |
Προφορά
επεξεργασία
Ουσιαστικό
επεξεργασία
abbaye (fr) αρσενικό
- (χριστιανισμός) το αβαείο, το αββαείο
ενικός | πληθυντικός |
abbaye | abbayes |
abbaye (fr) αρσενικό