Δείτε επίσης: ανεξικακία
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀνεξικακί αἱ ἀνεξικακίαι
      γενική τῆς ἀνεξικακίᾱς τῶν ἀνεξικακιῶν
      δοτική τῇ ἀνεξικακί ταῖς ἀνεξικακίαις
    αιτιατική τὴν ἀνεξικακίᾱν τὰς ἀνεξικακίᾱς
     κλητική ! ἀνεξικακί ἀνεξικακίαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀνεξικακί
γεν-δοτ τοῖν  ἀνεξικακίαιν
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σοφία' όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀνεξικακία < ἀνεξίκακος < ἀνεξι- + κακός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀνεξικακία θηλυκό