Δείτε επίσης: αναπληρωτικός

Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ἀναπληρωτικός ἀναπληρωτική τὸ ἀναπληρωτικόν
      γενική τοῦ ἀναπληρωτικοῦ τῆς ἀναπληρωτικῆς τοῦ ἀναπληρωτικοῦ
      δοτική τῷ ἀναπληρωτικ τῇ ἀναπληρωτικ τῷ ἀναπληρωτικ
    αιτιατική τὸν ἀναπληρωτικόν τὴν ἀναπληρωτικήν τὸ ἀναπληρωτικόν
     κλητική ! ἀναπληρωτικέ ἀναπληρωτική ἀναπληρωτικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ ἀναπληρωτικοί αἱ ἀναπληρωτικαί τὰ ἀναπληρωτικᾰ́
      γενική τῶν ἀναπληρωτικῶν τῶν ἀναπληρωτικῶν τῶν ἀναπληρωτικῶν
      δοτική τοῖς ἀναπληρωτικοῖς ταῖς ἀναπληρωτικαῖς τοῖς ἀναπληρωτικοῖς
    αιτιατική τοὺς ἀναπληρωτικούς τὰς ἀναπληρωτικᾱ́ς τὰ ἀναπληρωτικᾰ́
     κλητική ! ἀναπληρωτικοί ἀναπληρωτικαί ἀναπληρωτικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀναπληρωτικώ τὼ ἀναπληρωτικᾱ́ τὼ ἀναπληρωτικώ
      γεν-δοτ τοῖν ἀναπληρωτικοῖν τοῖν ἀναπληρωτικαῖν τοῖν ἀναπληρωτικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ἀναπληρωτικός < αρχαία ελληνική ἀναπλήρωσις + -ικός

  Επίθετο επεξεργασία

ἀναπληρωτικός, -ή, -όν

  Πηγές επεξεργασία