ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ἀκκισμός οἱ ἀκκισμοί
      γενική τοῦ ἀκκισμοῦ τῶν ἀκκισμῶν
      δοτική τῷ ἀκκισμ τοῖς ἀκκισμοῖς
    αιτιατική τὸν ἀκκισμόν τοὺς ἀκκισμούς
     κλητική ! ἀκκισμέ ἀκκισμοί
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἀκκισμώ
γεν-δοτ τοῖν  ἀκκισμοῖν
2η κλίση, Κατηγορία 'ναός' όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀκκισμός (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἀκκίζομαι < Ἀκκώ (θηλυκό)

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἀκκισμός αρσενικό