Ἀκκώ
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | Ἀκκώ | ||
γενική | τῆς | Ἀκκοῦς | ||
δοτική | τῇ | Ἀκκοῖ | ||
αιτιατική | τὴν | Ἀκκώ | ||
κλητική ὦ! | Ἀκκοῖ | |||
3η κλίση, ομάδα 'ἠχώ', Κατηγορία 'ἠχώ' όπως «ἠχώ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀκκώ < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαἈκκώ θηλυκό
- (λαογραφία)φανταστικό πλάσμα (μπαμπούλας), με το οποίο οι τροφοί φόβιζαν τα παιδάκια
- (μεταφορικά) πολύ χαζή γυναίκα
Συνώνυμα
επεξεργασίαΚύριο όνομα
επεξεργασίαἈκκώ θηλυκό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀκκώ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀκκώ, Ἀκκώ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- P. M. Fraser and E. Matthews 1987 Lexicon of Greek Personal Names. Vol. I: The Aegean Islands. Cyprus. Cyrenaica, Oxford: Oxford University Press