ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική τὸ ἁμαξίδιον τὰ ἁμαξίδι
      γενική τοῦ ἁμαξιδίου τῶν ἁμαξιδίων
      δοτική τῷ ἁμαξιδί τοῖς ἁμαξιδίοις
    αιτιατική τὸ ἁμαξίδιον τὰ ἁμαξίδι
     κλητική ! ἁμαξίδιον ἁμαξίδι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἁμαξιδίω
γεν-δοτ τοῖν  ἁμαξιδίοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἁμαξίδιον < ἅμαξ(α) + -ίδιον

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

ἁμαξίδιον ουδέτερο