Δείτε επίσης: αδίστακτος
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἀδίστακτος τὸ ἀδίστακτον
      γενική τοῦ/τῆς ἀδιστάκτου τοῦ ἀδιστάκτου
      δοτική τῷ/τῇ ἀδιστάκτ τῷ ἀδιστάκτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀδίστακτον τὸ ἀδίστακτον
     κλητική ! ἀδίστακτε ἀδίστακτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀδίστακτοι τὰ ἀδίστακτ
      γενική τῶν ἀδιστάκτων τῶν ἀδιστάκτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀδιστάκτοις τοῖς ἀδιστάκτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀδιστάκτους τὰ ἀδίστακτ
     κλητική ! ἀδίστακτοι ἀδίστακτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀδιστάκτω τὼ ἀδιστάκτω
      γεν-δοτ τοῖν ἀδιστάκτοιν τοῖν ἀδιστάκτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδίστακτος (ελληνιστική κοινή) < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική διστάζω, θέμα διστακ- + -τος

  Επίθετο

επεξεργασία

ἀδίστακτος, -ος, -ον