διστάζω
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διστάζω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διστάζω
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ðiˈsta.zo/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : δι‐στά‐ζω
Ρήμα
επεξεργασίαδιστάζω, αόρ.: δίστασα (χωρίς παθητική φωνή)
- το να μην είμαι σίγουρος/-η
- ※ "Γιατί διστάζεις;" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | διστάζω | δίσταζα | θα διστάζω | να διστάζω | διστάζοντας | |
β' ενικ. | διστάζεις | δίσταζες | θα διστάζεις | να διστάζεις | δίσταζε | |
γ' ενικ. | διστάζει | δίσταζε | θα διστάζει | να διστάζει | ||
α' πληθ. | διστάζουμε | διστάζαμε | θα διστάζουμε | να διστάζουμε | ||
β' πληθ. | διστάζετε | διστάζατε | θα διστάζετε | να διστάζετε | διστάζετε | |
γ' πληθ. | διστάζουν(ε) | δίσταζαν διστάζαν(ε) |
θα διστάζουν(ε) | να διστάζουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | δίστασα | θα διστάσω | να διστάσω | διστάσει | ||
β' ενικ. | δίστασες | θα διστάσεις | να διστάσεις | δίστασε | ||
γ' ενικ. | δίστασε | θα διστάσει | να διστάσει | |||
α' πληθ. | διστάσαμε | θα διστάσουμε | να διστάσουμε | |||
β' πληθ. | διστάσατε | θα διστάσετε | να διστάσετε | διστάστε | ||
γ' πληθ. | δίστασαν διστάσαν(ε) |
θα διστάσουν(ε) | να διστάσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω διστάσει | είχα διστάσει | θα έχω διστάσει | να έχω διστάσει | ||
β' ενικ. | έχεις διστάσει | είχες διστάσει | θα έχεις διστάσει | να έχεις διστάσει | ||
γ' ενικ. | έχει διστάσει | είχε διστάσει | θα έχει διστάσει | να έχει διστάσει | ||
α' πληθ. | έχουμε διστάσει | είχαμε διστάσει | θα έχουμε διστάσει | να έχουμε διστάσει | ||
β' πληθ. | έχετε διστάσει | είχατε διστάσει | θα έχετε διστάσει | να έχετε διστάσει | ||
γ' πληθ. | έχουν διστάσει | είχαν διστάσει | θα έχουν διστάσει | να έχουν διστάσει |
|
Μεταφράσεις
επεξεργασία διστάζω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- διστάζω < *δι-στός (που στέκεται ανάμεσα, ταλαντευόμενος) < (δίς) δι- + στ- (μεταπτωτική βαθμίδα όπως και στο ἵστημι) + -άζω [1]
Ρήμα
επεξεργασίαδιστάζω
- αμφιβάλλω, διστάζω
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, (1146b)
- ἔνιοι γὰρ τῶν δοξαζόντων οὐ διστάζουσιν, ἀλλ᾽ οἴονται ἀκριβῶς εἰδέναι.
- γιατί κάποιοι από τους ανθρώπους που έχουν μόνο γνώμες δεν έχουν μέσα τους καμιά αμφιβολία και πιστεύουν ότι έχουν ακριβή γνώση.
- Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr
- ἔνιοι γὰρ τῶν δοξαζόντων οὐ διστάζουσιν, ἀλλ᾽ οἴονται ἀκριβῶς εἰδέναι.
- ※ 4oς αιώνας πκε ⌘ Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, (1146b)
Συγγενικά
επεξεργασία
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ διστάζω - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
επεξεργασία- διστάζω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διστάζω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.