Ετυμολογία

επεξεργασία

διστάζω, αόρ.: δίστασα (χωρίς παθητική φωνή)

  • το να μην είμαι σίγουρος/-η
      "Γιατί διστάζεις;" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη. (Διδώ Σωτηρίου, Εντολή, 1976 [μυθιστόρημα])

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία

Ετυμολογία

επεξεργασία
διστάζω < *δι-στός (που στέκεται ανάμεσα, ταλαντευόμενος) < (δίς) δι- + στ- (μεταπτωτική βαθμίδα όπως και στο ἵστημι) + -άζω [1]

διστάζω

  • αμφιβάλλω, διστάζω
      4oς αιώνας πκε Αριστοτέλης, Ἠθικὰ Νικομάχεια, (1146b)
    ἔνιοι γὰρ τῶν δοξαζόντων οὐ διστάζουσιν, ἀλλ᾽ οἴονται ἀκριβῶς εἰδέναι.
    γιατί κάποιοι από τους ανθρώπους που έχουν μόνο γνώμες δεν έχουν μέσα τους καμιά αμφιβολία και πιστεύουν ότι έχουν ακριβή γνώση.
    Μετάφραση (2006), Δημήτριος Λυπουρλής @greek-language.gr


Συγγενικά

επεξεργασία

Αναφορές

επεξεργασία