Άνοιγμα κυρίου μενού
Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Είσοδος
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διστάζω
Διαβάστε σε άλλη γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Ελληνικά (el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ρήμα
1.2.1
Μεταφράσεις
Ελληνικά (el)
Επεξεργασία
Η σελίδα αυτή χρειάζεται επέκταση. Βοηθήστε το Βικιλεξικό
επεκτείνοντάς την
!
Ετυμολογία
Επεξεργασία
διστάζω
<
αρχαία ελληνική
διστάζω
Ρήμα
Επεξεργασία
διστάζω
το να μην είμαι σίγουρος/-η
※
"Γιατί
διστάζεις
;" ρώτησε ο Νικήτας που μ' έβλεπε αναποφάσιστη.
(
Διδώ Σωτηρίου
,
Εντολή
)
Μεταφράσεις
Επεξεργασία
διστάζω
αγγλικά
:
hesitate
(en)
γαλλικά
:
hésiter
(fr)
γερμανικά
:
zögern
(de)
ολλανδικά
:
twijfelen
(nl)