Δείτε επίσης: διατακτικός
↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διστακτικός η διστακτική το διστακτικό
      γενική του διστακτικού της διστακτικής του διστακτικού
    αιτιατική τον διστακτικό τη διστακτική το διστακτικό
     κλητική διστακτικέ διστακτική διστακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διστακτικοί οι διστακτικές τα διστακτικά
      γενική των διστακτικών των διστακτικών των διστακτικών
    αιτιατική τους διστακτικούς τις διστακτικές τα διστακτικά
     κλητική διστακτικοί διστακτικές διστακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
διστακτικός < (ελληνιστική κοινήδιστακτικός

  Επίθετο

επεξεργασία

διστακτικός

  1. που από φόβο, ανασφάλεια ή αβεβαιότητα αργεί να ενεργήσει
    δεν έχω ξαναδεί ποτέ έναν τόσο διστακτικό άνθρωπο, λες και θα τον δαγκώσω αν μου μιλήσει
  2. άτομο που δεν δρα άμεσα γιατί αναλογίζεται τις συνέπειες των δυνητικών πράξεών του

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Αντώνυμα

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία