Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δισταχτικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δισταχτικ
ός
η
δισταχτικ
ή
το
δισταχτικ
ό
γενική
του
δισταχτικ
ού
της
δισταχτικ
ής
του
δισταχτικ
ού
αιτιατική
τον
δισταχτικ
ό
τη
δισταχτικ
ή
το
δισταχτικ
ό
κλητική
δισταχτικ
έ
δισταχτικ
ή
δισταχτικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δισταχτικ
οί
οι
δισταχτικ
ές
τα
δισταχτικ
ά
γενική
των
δισταχτικ
ών
των
δισταχτικ
ών
των
δισταχτικ
ών
αιτιατική
τους
δισταχτικ
ούς
τις
δισταχτικ
ές
τα
δισταχτικ
ά
κλητική
δισταχτικ
οί
δισταχτικ
ές
δισταχτικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δισταχτικός
<
→
λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασία
δισταχτικός, -ή, -ό
→
δείτε
τη λέξη
διστακτικός