αδίσταχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδίσταχτος < αδίστακτος με ανομοίωση [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική [1]
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈði.sta.xtos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐δί‐στα‐χτος
Επίθετο
επεξεργασίααδίσταχτος, -η, -ο
- μορφή του αδίστακτος
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ αδίσταχτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας