αδίσταχτα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αδίσταχτα < αδίσταχτος
Επίρρημα
επεξεργασίααδίσταχτα ή αδίστακτα
- χωρίς δισταγμό, χωρίς ηθικούς ενδοιασμούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία αδίσταχτα
→ δείτε τη λέξη αδίστακτα |
αδίσταχτα ή αδίστακτα
→ δείτε τη λέξη αδίστακτα |