Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
αδίστακτα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίρρημα
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
αδίστακτα
<
αδίστακτος
Επίρρημα
επεξεργασία
αδίστακτα
ή
αδίσταχτα
χωρίς
δισταγμό
, χωρίς ηθικούς
ενδοιασμούς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αδίστακτα
αγγλικά
:
unscrupulously
(en)
γαλλικά
:
sans
(fr)
hésiter
(fr)