ταλαντευόμενος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ταλαντευόμενος < λόγια ενεστωτική μετοχή της καθαρεύουσας, του ρήματος ταλαντεύομαι < αρχαία ελληνική ταλαντεύω < τάλαντον
Μετοχή
επεξεργασίαταλαντευόμενος -η -ο
- (φυσική) που παρουσιάζει ταλάντωση
- που είναι αναποφάσιστος, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο (αλλά ίσως καιπερισσότερων) απόψεων
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία στη φυσική
Μεταφράσεις
επεξεργασία στη σκέψη