↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ταλαντευόμενος η ταλαντευόμενη το ταλαντευόμενο
      γενική του ταλαντευόμενου της ταλαντευόμενης του ταλαντευόμενου
    αιτιατική τον ταλαντευόμενο την ταλαντευόμενη το ταλαντευόμενο
     κλητική ταλαντευόμενε ταλαντευόμενη ταλαντευόμενο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ταλαντευόμενοι οι ταλαντευόμενες τα ταλαντευόμενα
      γενική των ταλαντευόμενων των ταλαντευόμενων των ταλαντευόμενων
    αιτιατική τους ταλαντευόμενους τις ταλαντευόμενες τα ταλαντευόμενα
     κλητική ταλαντευόμενοι ταλαντευόμενες ταλαντευόμενα
ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
ταλαντευόμενος < λόγια ενεστωτική μετοχή της καθαρεύουσας, του ρήματος ταλαντεύομαι < αρχαία ελληνική ταλαντεύω < τάλαντον

ταλαντευόμενος -η -ο

  1. (φυσική) που παρουσιάζει ταλάντωση
  2. που είναι αναποφάσιστος, που ταλαντεύεται μεταξύ δύο (αλλά ίσως καιπερισσότερων) απόψεων

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία