Ἀναστάσιος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀναστάσιος | οἱ | Ἀναστάσιοι | ||||
γενική | τοῦ | Ἀναστασίου | τῶν | Ἀναστασίων | ||||
δοτική | τῷ | Ἀναστασίῳ | τοῖς | Ἀναστασίοις | ||||
αιτιατική | τὸν | Ἀναστάσιον | τοὺς | Ἀναστασίους | ||||
κλητική ὦ! | Ἀναστάσιε | Ἀναστάσιοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀναστασίω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀναστασίοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀναστάσιος < αρχαία ελληνική ἀνάστασις < ἀνίστημι < ἵστημι
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈναστάσιος αρσενικό, (θηλυκό Ἀναστασία)
Πηγές
επεξεργασία- Ἀναστάσιος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.