ανατάσιος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ανατάσιος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική anatase < (ελληνιστική κοινή) ἀνάτασις < αρχαία ελληνική ἀνατείνω < ἀνά + τείνω
Ουσιαστικό
επεξεργασίαανατάσιος αρσενικό
- (ορυκτολογία) ορυκτό σε μπλε ή καφέ αποχρώσεις, μια μορφή του διοξείδιου του τιτανίου, που χρησιμοποιείται ως χρωστική ουσία