Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διοξείδιο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
διοξείδι
ο
τα
διοξείδι
α
γενική
του
διοξειδί
ου
&
διοξείδι
ου
των
διοξειδί
ων
αιτιατική
το
διοξείδι
ο
τα
διοξείδι
α
κλητική
διοξείδι
ο
διοξείδι
α
Κατηγορία
όπως «
πρόσωπο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
διοξείδιο
<
δι-
+
οξείδιο
(
μεταφραστικό δάνειο
από
τη γαλλική
bioxyde
<
αρχαία ελληνική
ὀξύς
)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
διοξείδιο
ουδέτερο
(
χημεία
)
οξείδιο
με δύο άτομα
οξυγόνου
Συγγενικά
επεξεργασία
→
δείτε
τις λέξεις
δύο
,
οξείδιο
και
οξύς
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διοξείδιο
αγγλικά
:
dioxide
(en)
γαλλικά
:
bioxyde
(fr)
,
dioxyde
(fr)