Ἀλαλκομένης
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | Ἀλαλκομένης | οἱ | Ἀλαλκομέναι | ||||
γενική | τοῦ | Ἀλαλκομένου | τῶν | Ἀλαλκομενῶν | ||||
δοτική | τῷ | Ἀλαλκομένῃ | τοῖς | Ἀλαλκομέναις | ||||
αιτιατική | τὸν | Ἀλαλκομένην | τοὺς | Ἀλαλκομένᾱς | ||||
κλητική ὦ! | Ἀλαλκομένη | Ἀλαλκομέναι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | Ἀλαλκομένᾱ | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | Ἀλαλκομέναιν | ||||||
1η κλίση, ομάδα 'Ἀτρείδης', Κατηγορία 'Κρονίδης' όπως «Κρονίδης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- Ἀλαλκομένης < → λείπει η ετυμολογία
Κύριο όνομα
επεξεργασίαἈλαλκομένης αρσενικό
Πηγές
επεξεργασία- Ἀλαλκομένης - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.