ἀδήμων
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ἀδήμων < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
επεξεργασίαἀδήμων, -ων, -ον
- (ελληνιστική κοινή) στενοχωρημένος, ανήσυχος
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 1.2.75 @scaife.perseus
- αὐτίκα γὰρ ἀρχομένοισι πυρετὸς ὀξὺς, σμικρὰ ἐπεῤῥίγουν, ἄγρυπνοι, ἀδήμονες, διψώδεες, ἀσώδεες, σμικρὰ ἐφιδροῦντες περὶ τὸ μέτωπον καὶ κληῖδας,
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Γαληνός, In Hippocratis Epidemiarum I, 1.2.75 @scaife.perseus
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ἀδημονέω
Πηγές
επεξεργασία- ἀδήμων - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.