Ετυμολογία

επεξεργασία
ἀδημονέω < ἀδήμων

ἀδημονέω - ἀδημονῶ (συνηρημένο)

  • αγωνιώ, στενοχωριέμαι πολύ
    τὸ πρᾶγμα καὶ διεθερμαίνοντο, κατακλίνεσθαι καί τι καὶ ᾁδειν ἐκέλευον. ἀδημονούσης δὲ τῆς ἀνθρώπου καὶ οὔτ᾽ ἐθελούσης οὔτ᾽ ἐπισταμένης,... : άρχισε όμως να θερμαίνεται η ατμόσφαιρα και τη διέταξαν να κάτσει δίπλα τους να τραγουδήσει, αλλά η νεαρή γυναίκα καθώς ένιωθε αγωνία και δεν ήθελε αλλά ούτε και ήξερε να τραγουδά... (Δημοσθένης, Περί της παραπρεσβείας, 19.197)

Συγγενικά

επεξεργασία