ἀβούλευτος
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβούλευτος < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ἀβούλευτος
Επίθετο
επεξεργασίαἀβούλευτος, -η, -ο
- που δεν έχει κάποιον να τον συμβουλέψει, που «κάνει του κεφαλιού του», ασυμβούλευτος, αβούλευτος
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἀβούλευτος | τὸ | ἀβούλευτον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἀβουλεύτου | τοῦ | ἀβουλεύτου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἀβουλεύτῳ | τῷ | ἀβουλεύτῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἀβούλευτον | τὸ | ἀβούλευτον | ||
κλητική ὦ! | ἀβούλευτε | ἀβούλευτον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἀβούλευτοι | τὰ | ἀβούλευτᾰ | ||
γενική | τῶν | ἀβουλεύτων | τῶν | ἀβουλεύτων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἀβουλεύτοις | τοῖς | ἀβουλεύτοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἀβουλεύτους | τὰ | ἀβούλευτᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἀβούλευτοι | ἀβούλευτᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἀβουλεύτω | τὼ | ἀβουλεύτω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἀβουλεύτοιν | τοῖν | ἀβουλεύτοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ἀβούλευτος < ἀ- στερητικό + αρχαία ελληνική βουλεύομαι, παθητική φωνή του ρήματος βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷel-
Επίθετο
επεξεργασίαἀβούλευτος, -ος, -ον
Πηγές
επεξεργασία- ἀβούλευτος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἀβούλευτος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.