Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  βουλεύω   βουλεύομαι 
Παρατατικός  ἐβούλευον   ἐβουλευόμην 
Μέλλοντας  βουλεύσω   βουλεύσομαι 
Αόριστος  ἐβούλευσα   ἐβουλευσάμην & ἐβουλεύθην 
Παρακείμενος  βεβούλευκα   βεβούλευμαι 
Υπερσυντέλικος  ἐβεβουλεύκειν   ἐβεβουλεύμην 
Συντελ.Μέλλ.

  Ετυμολογία επεξεργασία

βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷel-

  Ρήμα επεξεργασία

βουλεύω (παθητική φωνή: βουλεύομαι)

  1. συζητώ
  2. αποφασίζω
  3. συμβουλεύω
  4. (πολιτική) είμαι βουλευτής

Κλίση επεξεργασία

  Πηγές επεξεργασία