βουλεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΑρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | βουλεύω | βουλεύομαι |
Παρατατικός | ἐβούλευον | ἐβουλευόμην |
Μέλλοντας | βουλεύσω | βουλεύσομαι |
Αόριστος | ἐβούλευσα | ἐβουλευσάμην & ἐβουλεύθην |
Παρακείμενος | βεβούλευκα | βεβούλευμαι |
Υπερσυντέλικος | ἐβεβουλεύκειν | ἐβεβουλεύμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
επεξεργασία- βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gʷel-
Ρήμα
επεξεργασίαβουλεύω (παθητική φωνή: βουλεύομαι)
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- βουλεύω - Βασικό Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής - Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2006‑2008. greek‑language.gr
- βουλεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βουλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.