Ετυμολογία

επεξεργασία
βουλεύομαι < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική βουλεύομαι, μεσοπαθητική φωνή του ρήματος βουλεύω < βουλή < βούλομαι < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *gʷel-

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /vuˈle.vo.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: βου‐λεύ‐ο‐μαι
παρώνυμο: βολεύομαι

βουλεύομαι (αποθετικό)

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



βουλεύομαι