βουλεύτρια
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαβουλεύτρια θηλυκό
- (πολιτική, επάγγελμα) γυναίκα βουλευτής
- ※ Η Κύπρια βουλεύτρια αναφέρθηκε επίσης στη συνεχή μεταβολή στις εκφάνσεις της τρομοκρατικής απειλής και στην ενίσχυση των τρομοκρατικών οργανώσεων (Η βουλεύτρια κ. Ρίτα Θεοδώρου Σούπερμαν συμμετείχε στην 5η Συντονιστική Συνάντηση Κοινοβουλευτικών Συνελεύσεων του Γραφείου του ΟΗΕ για την Καταπολέμηση της Τρομοκρατίας (Το κείμενο ως απεστάλη από τη Βουλή των Αντιπροσώπων), Γραφείο Τύπου και Πληροφοριών, Υπουργείο Εσωτερικών, Κυπριακή Δημοκρατία, 08/05/2024 [1])
- ※ ὅτι ἠδύνατο καί ἡ διοίκησις καί ἡ ὐπεράσπισις τοῦ τόπου ἀκινδύνως, καί μάλιστα πρός κοινόν ὂφελος, νά ταῖς ἐμπιστευθῆ, διότι καί κυβερνήτριαι ἠπιώτεραι ἢθελον εἲσθαι, καί βουλεύτριαι ἀπαθέστεραι, καί Ἀμαζόνες ἐπίσης πολεμικαί καί καρτερικότεραι τῶν ἀνδρῶν, (περιοδικό Η Πανδώρα, τόμος 4, φύλλο 5, 1850-1851 σελ. 98 [2])
- ※ Λίβανος: Έληξε η καθιστική διαμαρτυρία της βουλεύτριας που είχε εισβάλει σε τράπεζα (ΕΡΤ news, 05/10/2022 [3])
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία βουλεύτρια
|