Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξωκοινοβουλευτικός η εξωκοινοβουλευτική το εξωκοινοβουλευτικό
      γενική του εξωκοινοβουλευτικού της εξωκοινοβουλευτικής του εξωκοινοβουλευτικού
    αιτιατική τον εξωκοινοβουλευτικό την εξωκοινοβουλευτική το εξωκοινοβουλευτικό
     κλητική εξωκοινοβουλευτικέ εξωκοινοβουλευτική εξωκοινοβουλευτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξωκοινοβουλευτικοί οι εξωκοινοβουλευτικές τα εξωκοινοβουλευτικά
      γενική των εξωκοινοβουλευτικών των εξωκοινοβουλευτικών των εξωκοινοβουλευτικών
    αιτιατική τους εξωκοινοβουλευτικούς τις εξωκοινοβουλευτικές τα εξωκοινοβουλευτικά
     κλητική εξωκοινοβουλευτικοί εξωκοινοβουλευτικές εξωκοινοβουλευτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξωκοινοβουλευτικός < εξω- + κοινοβουλευτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική extraparlementaire)

  Επίθετο επεξεργασία

εξωκοινοβουλευτικός

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία