εξωκοινοβουλευτικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- εξωκοινοβουλευτικός < εξω- + κοινοβουλευτικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική extraparlementaire)
Επίθετο επεξεργασία
εξωκοινοβουλευτικός
- που δεν ανήκει στο κοινοβουλευτικό σύστημα, που κινείται έξω απ’ αυτό
Αντώνυμα επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εξωκοινοβουλευτικός