Δείτε επίσης: ἐξω-

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εξω- < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική ἐξω- < ελληνιστική κοινή ἐξω- < αρχαία ελληνική ἔξω (επίρρημα)

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /e.kso/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ε‐ξω-

  Πρόθημα επεξεργασία

εξω- ή εξώ-

Άλλες μορφές επεξεργασία

  • ξω- (προφορικό, λαϊκότροπο)

Σύνθετα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία