βολεύομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βολεύομαι: παθητική φωνή του ρήματος βολεύω
Ρήμα
επεξεργασίαβολεύομαι, αόρ.: βολεύτηκα, μτχ.π.π.: βολεμένος, (ενεργ.: βολεύω)
- φροντίζω να έχω τα απαραίτητα ή την άνεσή μου, σωματικά ή ψυχικά ή οικονομικά, τακτοποιούμαι, εξασφαλίζομαι, δεν ανησυχώ, κατασταλάζω, ηρεμώ
- κάνε λίγο πιο πέρα γιατί δεν βολεύομαι (δεν χωράω καλά, δεν έχω τη στοιχειώδη άνεση)
- βρήκε μια καλή δουλειά επιτέλους και βολεύτηκε το παιδί, γιατί είχα την έγνοια του δυο χρόνια τώρα που ήταν άνεργο (θα έχει πια τα απαραίτητα)
- είναι "αραχτός" γιατί βολεύτηκε στο δημόσιο (αρνητική χροιά, τώρα τεμπελιάζει)
- παντρεύτηκε μια πολύ καλή γυναίκα και βολεύτηκε (καταστάλαξε και αισθάνεται άνετα και όμορφα μαζί της)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη βολεύω
Κλίση
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη βολεύω
Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | βολεύομαι | βολευόμουν(α) | θα βολεύομαι | να βολεύομαι | ||
β' ενικ. | βολεύεσαι | βολευόσουν(α) | θα βολεύεσαι | να βολεύεσαι | ||
γ' ενικ. | βολεύεται | βολευόταν(ε) | θα βολεύεται | να βολεύεται | ||
α' πληθ. | βολευόμαστε | βολευόμαστε βολευόμασταν |
θα βολευόμαστε | να βολευόμαστε | ||
β' πληθ. | βολεύεστε | βολευόσαστε βολευόσασταν |
θα βολεύεστε | να βολεύεστε | (βολεύεστε) | |
γ' πληθ. | βολεύονται | βολεύονταν βολευόντουσαν |
θα βολεύονται | να βολεύονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | βολεύτηκα | θα βολευτώ | να βολευτώ | βολευτεί | ||
β' ενικ. | βολεύτηκες | θα βολευτείς | να βολευτείς | βολέψου | ||
γ' ενικ. | βολεύτηκε | θα βολευτεί | να βολευτεί | |||
α' πληθ. | βολευτήκαμε | θα βολευτούμε | να βολευτούμε | |||
β' πληθ. | βολευτήκατε | θα βολευτείτε | να βολευτείτε | βολευτείτε | ||
γ' πληθ. | βολεύτηκαν βολευτήκαν(ε) |
θα βολευτούν(ε) | να βολευτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω βολευτεί | είχα βολευτεί | θα έχω βολευτεί | να έχω βολευτεί | βολεμένος | |
β' ενικ. | έχεις βολευτεί | είχες βολευτεί | θα έχεις βολευτεί | να έχεις βολευτεί | ||
γ' ενικ. | έχει βολευτεί | είχε βολευτεί | θα έχει βολευτεί | να έχει βολευτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε βολευτεί | είχαμε βολευτεί | θα έχουμε βολευτεί | να έχουμε βολευτεί | ||
β' πληθ. | έχετε βολευτεί | είχατε βολευτεί | θα έχετε βολευτεί | να έχετε βολευτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν βολευτεί | είχαν βολευτεί | θα έχουν βολευτεί | να έχουν βολευτεί | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι (β΄ τύποι) | ||||||
Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι βολεμένος - είμαστε, είστε, είναι βολεμένοι | |||||
Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν βολεμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν βολεμένοι | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι βολεμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι βολεμένοι | |||||
Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι βολεμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι βολεμένοι |
Μεταφράσεις
επεξεργασία→ δείτε τη λέξη βολεύω