Ετυμολογία

επεξεργασία
τακτοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τακτοποιώ

τακτοποιούμαι

  1. βάζω τον εαυτό μου σε τάξη
  2. βάζω δικά μου αντικείμενα σε τάξη
  3. βολεύομαι
  4. (κατ’ επέκταση) βρίσκω δουλειά
    Τακτοποιήθηκε και ο Κωστάκης. Τον προσέλαβαν τελικά.

  Μεταφράσεις

επεξεργασία