τακτοποιούμαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- τακτοποιούμαι < παθητική φωνή του ρήματος τακτοποιώ
Ρήμα
επεξεργασία
τακτοποιούμαι
- βάζω τον εαυτό μου σε τάξη
- βάζω δικά μου αντικείμενα σε τάξη
- βολεύομαι
- (κατ’ επέκταση) βρίσκω δουλειά
- Τακτοποιήθηκε και ο Κωστάκης. Τον προσέλαβαν τελικά.
Μεταφράσεις
επεξεργασία
τακτοποιούμαι