βολεμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- βολεμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου βολεύω
Μετοχή
επεξεργασίαβολεμένος
- που έχει βολευτεί
Ουσιαστικό
επεξεργασίαβολεμένος αρσενικό
- που έχει βολευτεί, έχει συμβιβαστεί χωρίς να αντιδρά σε μία -προσωπικά συμφέρουσα- κατάσταση
Συνώνυμα
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία ουσιαστικό