Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασταλάζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή κατασταλάζω < κατα- + σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /ka.ta.staˈla.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός:‐κα‐τα‐στα‐λά‐ζω

κατασταλάζω, αόρ.: καταστάλαξα, μτχ.π.π.: κατασταλαγμένος (χωρίς παθητική φωνή)

  1. (για υγρά ή για ουσίες που διαλύονται σε υγρό) πέφτω σταγόνα-σταγόνα και επικάθομαι σε κατώτερο σημείο
  2. (για υγρά) γίνομαι καθαρός, καθώς τα ξένα σώματα που περιέχω σταδιακά κατακάθονται
  3. (μεταφορικά) καταλήγω σε αποφάσεις, ξεκαθαρίζω τα αισθήματα και τις απόψεις μου, οι σκέψεις και τα συναισθήματά μου παίρνουν μια οριστική μορφή
  4. καταλήγω να εγκατασταθώ μόνιμα κάπου

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία



  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασταλάζω (ελληνιστική κοινή) < κατα- + σταλάζω < αρχαία ελληνική σταλάσσω

κατασταλάζω