Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
καταστάλαγμα
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
καταστάλαγμα
τα
κατασταλάγμα
τ
α
γενική
του
κατασταλάγμα
τ
ος
των
κατασταλαγμά
τ
ων
αιτιατική
το
καταστάλαγμα
τα
κατασταλάγμα
τ
α
κλητική
καταστάλαγμα
κατασταλάγμα
τ
α
Κατηγορία
όπως «
όνομα
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
καταστάλαγμα
<
κατασταλάζω
+
-μα
Ουσιαστικό
επεξεργασία
καταστάλαγμα
ουδέτερο
(
κυριολεκτικά
) (
μεταφορικά
) η
διαδικασία
ή το
αποτέλεσμα
του
κατασταλάζω
Μεταφράσεις
επεξεργασία
καταστάλαγμα
αγγλικά
:
deposit
(en)
γαλλικά
:
dépôt
(fr)
,
lie
(fr)