κατασταλαγμένος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- κατασταλαγμένος < παθητική μετοχή (παρακείμενος) του ρήματος κατασταλάζω
Μετοχή
επεξεργασίακατασταλαγμένος αρσενικό, κατασταλαγμένη θηλυκό, κατασταλαγμένο ουδέτερο
- αυτός που έχει κατασταλάξει
- για υγρό στο οποίο έχουν κατακαθίσει οι στερεές ουσίες που περιέχει
- (μεταφορικά) για πρόσωπο που έχει καταλήξει σε κάποια οριστική απόφαση ή που έχει διαμορφώσει άποψη για κάποιο θέμα