ακαταστάλαχτος
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ακαταστάλαχτος < α- στερητικό + κατασταλακ- (< κατασταλάζω) -τος
Επίθετο
επεξεργασίαακαταστάλαχτος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει κατασταλάξει, που δεν είναι κατασταλαγμένος
- για υγρό: αυτό που είναι θολό, επειδή δεν έχουν κατακαθίσει ή δεν έχουν αφαιρεθεί οι στερεές ουσίες που περιέχει
- το νερό στη λίμνη είναι ακαταστάλαχτο
- (μεταφορικά) για πρόσωπο που δεν έχει καταλήξει σε κάποια οριστική απόφαση ή που δεν έχει διαμορφώσει άποψη για κάποιο θέμα
- είναι ακαταστάλακτος ακόμη, χρειάζεται να ωριμάσει
- (μεταφορικά) για κάτι που δεν έχει πάρει οριστική μορφή
- τα σχέδια των νέων είναι συνήθως ακαταστάλαχτα