Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ακαταστάλαχτος η ακαταστάλαχτη το ακαταστάλαχτο
      γενική του ακαταστάλαχτου της ακαταστάλαχτης του ακαταστάλαχτου
    αιτιατική τον ακαταστάλαχτο την ακαταστάλαχτη το ακαταστάλαχτο
     κλητική ακαταστάλαχτε ακαταστάλαχτη ακαταστάλαχτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ακαταστάλαχτοι οι ακαταστάλαχτες τα ακαταστάλαχτα
      γενική των ακαταστάλαχτων των ακαταστάλαχτων των ακαταστάλαχτων
    αιτιατική τους ακαταστάλαχτους τις ακαταστάλαχτες τα ακαταστάλαχτα
     κλητική ακαταστάλαχτοι ακαταστάλαχτες ακαταστάλαχτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ακαταστάλαχτος < α- στερητικό + κατασταλακ- (< κατασταλάζω) -τος

  Επίθετο επεξεργασία

ακαταστάλαχτος, -η, -ο

το νερό στη λίμνη είναι ακαταστάλαχτο
είναι ακαταστάλακτος ακόμη, χρειάζεται να ωριμάσει
  • (μεταφορικά) για κάτι που δεν έχει πάρει οριστική μορφή
τα σχέδια των νέων είναι συνήθως ακαταστάλαχτα

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συγγενικά επεξεργασία

Αντώνυμα επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία