Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κατασταλαχτός η κατασταλαχτή το κατασταλαχτό
      γενική του κατασταλαχτού της κατασταλαχτής του κατασταλαχτού
    αιτιατική τον κατασταλαχτό την κατασταλαχτή το κατασταλαχτό
     κλητική κατασταλαχτέ κατασταλαχτή κατασταλαχτό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κατασταλαχτοί οι κατασταλαχτές τα κατασταλαχτά
      γενική των κατασταλαχτών των κατασταλαχτών των κατασταλαχτών
    αιτιατική τους κατασταλαχτούς τις κατασταλαχτές τα κατασταλαχτά
     κλητική κατασταλαχτοί κατασταλαχτές κατασταλαχτά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

κατασταλαχτός < κατασταλακτός με τροπή [kt] > [xt] για προσαρμογή στη δημοτική [1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /ka.ta.sta.laˈxtos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κα‐τα‐στα‐λα‐χτός

  Επίθετο επεξεργασία

κατασταλαχτός, -ή, -ό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία