κατασταλαχτή
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- κατασταλαχτή < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό επεξεργασία
κατασταλαχτή θηλυκό
- η αλισίβα ή σταχτόνερο
Μεταφράσεις επεξεργασία
κατασταλαχτή
→ δείτε τη λέξη αλισίβα |
Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία
κατασταλαχτή
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του κατασταλαχτός