Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
σταχτόνερο
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Ουσιαστικό
1.2.1
Ταυτόσημο
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
πληθυντικός
ονομαστική
το
σταχτόνερ
ο
τα
σταχτόνερ
α
γενική
του
σταχτόνερ
ου
των
σταχτόνερ
ων
αιτιατική
το
σταχτόνερ
ο
τα
σταχτόνερ
α
κλητική
σταχτόνερ
ο
σταχτόνερ
α
Κατηγορία
όπως «
σίδερο
» -
Παράρτημα:Ουσιαστικά
Ετυμολογία
επεξεργασία
σταχτόνερο
<
στάχτ(η)
+
-ό-
+
-νερο
Ουσιαστικό
επεξεργασία
σταχτόνερο
ουδέτερο
νερό
στο οποίο έχουμε προσθέσει κατά το βράσιμο
στάχτη
(παραδοσιακό μέσο για
πλύσιμο
)
Ταυτόσημο
επεξεργασία
αλισίβα
Μεταφράσεις
επεξεργασία
σταχτόνερο
→
δείτε
τη λέξη
αλισίβα