Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το σταχτόνερο τα σταχτόνερα
      γενική του σταχτόνερου των σταχτόνερων
    αιτιατική το σταχτόνερο τα σταχτόνερα
     κλητική σταχτόνερο σταχτόνερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

σταχτόνερο < στάχτ(η) + -ό- + -νερο

  Ουσιαστικό επεξεργασία

σταχτόνερο ουδέτερο

Ταυτόσημο επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία