Δείτε επίσης: κατασταλαχτή

  Ετυμολογία

επεξεργασία
κατασταλακτή λέξη του 9ου/10ου αιώνα < ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου κατασταλακτός < κατασταλάζω

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

κατασταλακτή θηλυκό

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία