Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

από το επίθετο ακαταστάλακτος < ρήμα κατασταλάζω

  Επίρρημα επεξεργασία

ακαταστάλακτα και ακαταστάλαχτα