ενεστώτας settle
γ΄ ενικό ενεστώτα settles
αόριστος settled
παθητική μετοχή settled
ενεργητική μετοχή settling

settle (en)

  1. (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, ρυθμίζω, βρίσκω μια λύση σε ένα πρόβλημα ή ένα επιχείρημα
    ⮡  The matter is as good as settled.
    Το θέμα έχει σχεδόν τακτοποιηθεί.
    ⮡  I settle something out of court.
    Ρυθμίζω κάτι εξωδίκως.
    ⮡  I settled the dispute.
    Ρύθμισα την διαφορά.
    ⮡  Everything is settled!
    Όλα ρυθμίστηκαν!
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη deal with
  2. (μεταβατικό) ορίζω, επιτέλους αποφασίζω κάτι
    ⮡  on the settled day for the wedding - την ορισμένη ημέρα για το γάμο
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine
  3. (αμετάβατο) εγκαθιστώ, κάνω ένα μέρος μόνιμη κατοικία μου
    ⮡  We permanently settled into our new home.
    Εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι.
    ⮡  After the war, they settled in Paris.
    Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι.
  4. (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, στρώνω, νιώθω ή κάνω κάποιον άλλο να νιώθει άνετα σε μια νέα θέση
    ⮡  The nurse settled the patient in for the night.
    Η νοσοκόμα τακτοποίησε τον άρρωστο για τη νύχτα.
    ⮡  She settled in her armchair to read.
    Τακτοποιήθηκε/Στρώθηκε στην πολυθρόνα της να διαβάσει.
    ⮡  He got settled in my office and started to…
    Στρώθηκε στο γραφείο μου κι άρχισε να…
  5. (αμετάβατο) καταλαγιάζω, για κάτι που χάνει την έντασή του και στηρίζει σε κάποια επιφάνεια
    ⮡  When the dust cloud settled
    Όταν καταλάγιασε ο κουρνιαχτός…
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη abate

Παράγωγα

επεξεργασία