settle
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | settle |
γ΄ ενικό ενεστώτα | settles |
αόριστος | settled |
παθητική μετοχή | settled |
ενεργητική μετοχή | settling |
Ρήμα
επεξεργασίαsettle (en)
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, ρυθμίζω, βρίσκω μια λύση σε ένα πρόβλημα ή ένα επιχείρημα
- (μεταβατικό) ορίζω, επιτέλους αποφασίζω κάτι
- (αμετάβατο) εγκαθιστώ, κάνω ένα μέρος μόνιμη κατοικία μου
- ⮡ We permanently settled into our new home.
- Εγκατασταθήκαμε μόνιμα στο νέο μας σπίτι.
- ⮡ After the war, they settled in Paris.
- Μετά τον πόλεμο εγκαταστάθηκαν στο Παρίσι.
- ⮡ We permanently settled into our new home.
- (μεταβατικό και αμετάβατο) τακτοποιώ, στρώνω, νιώθω ή κάνω κάποιον άλλο να νιώθει άνετα σε μια νέα θέση
- ⮡ The nurse settled the patient in for the night.
- Η νοσοκόμα τακτοποίησε τον άρρωστο για τη νύχτα.
- ⮡ She settled in her armchair to read.
- Τακτοποιήθηκε/Στρώθηκε στην πολυθρόνα της να διαβάσει.
- ⮡ He got settled in my office and started to…
- Στρώθηκε στο γραφείο μου κι άρχισε να…
- ⮡ The nurse settled the patient in for the night.
- (αμετάβατο) καταλαγιάζω, για κάτι που χάνει την έντασή του και στηρίζει σε κάποια επιφάνεια
Παράγωγα
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- settle - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 424, 632-633, 774, 828, 865. ISBN 9780194325684., λήμμα: καταλαγιάζω, ορίζω, ρυθμίζω, στρώνω, τακτοποιώ