ενεστώτας settle in
γ΄ ενικό ενεστώτα settles in
αόριστος settled in
παθητική μετοχή settled in
ενεργητική μετοχή settling in

  Ετυμολογία

επεξεργασία
settle in < → δείτε τις λέξεις settle και in

settle in (en)

  • (αμετάβατο) τακτοποιούμαι, στρώνω, ησυχάζω μετά από κάποια περίοδο σχετικής αναστάτωσης ή αναζήτησης (όπως όταν εγκαθίσταμαι σ' ένα νέο περιβάλλον)
    ⮡  Are the kids settled in at the new house or not yet?
    Τα παιδιά τακτοποιήθηκαν στο καινούργιο σπίτι ή όχι ακόμα;
    ⮡  He is still new in the office but will soon settle in.
    Νέος είμαι ακόμα στο γραφείο, θα στρώσει σύντομα.
    ⮡  He settled well into his new job.
    Έστρωσε καλά στη νέα του δουλειά.
    ⮡  Things are starting to settle into shape.
    Τα πράγματα άρχισαν να στρώνουν.

Άλλες μορφές

επεξεργασία