settle into
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενεστώτας | settle into |
γ΄ ενικό ενεστώτα | settles into |
αόριστος | settled into |
παθητική μετοχή | settled into |
ενεργητική μετοχή | settling into |
Ετυμολογία
επεξεργασίαΡήμα
επεξεργασίαsettle into (en)
- άλλη μορφή του settle in