ενεστώτας settle on
γ΄ ενικό ενεστώτα settles on
αόριστος settled on
παθητική μετοχή settled on
ενεργητική μετοχή settling on

  Ετυμολογία

επεξεργασία
settle on < → δείτε τις λέξεις settle και on

settle on (en)

  • ορίζω, αποφασίζω κάτι αφού το σκεφτώ
    ⮡  We must settle on the place and time for a new meeting.
    Πρέπει να ορίσουμε τον τόπο και χρόνο μιας νέας συνάντησης.
     συνώνυμα: → δείτε τη λέξη determine