deal with
Αγγλικά (en)Επεξεργασία
ενεστώτας | deal with |
γ΄ ενικό ενεστώτα | deals with |
αόριστος | dealt with |
παθητική μετοχή | dealt with |
ενεργητική μετοχή | dealing with |
Ετυμολογία Επεξεργασία
ΠροφοράΕπεξεργασία
- ΔΦΑ : /ˈdiːl ˌwɪð/
ΡήμαΕπεξεργασία
deal with (en) (μεταβατικό)
- αφορώ, ασχολούμαι
- το να αντιμετωπίζω (με σεβασμό) κάποιον ή κάτι
- το να δίνω ένα παράδειγμα, το να παραδειγματίζω
- το να είναι κάποιος υπεύθυνος, αρμόδιος σε έναν συγκεκριμένο τομέα ή ομάδα
- το να συμπεριφέρομαι με έναν ιδιαίτερο τρόπο σε κάποιον
- κανονίζω, τιμωρώ κάποιον για να τον συνετίσω
- ↪ We have some old scores to settle but I will deal with you later!
- Έχουμε παλιούς λογαριασμούς να κανονίσουμε αλλά θα σου κανονίσω αργότερα!
- ↪ We have some old scores to settle but I will deal with you later!
ΠηγέςΕπεξεργασία
- deal with - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 412. ISBN 9780194325684., λήμμα: κανονίζω