συναλλάσσομαι
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναλλάσσομαι < αρχαία ελληνική συναλλάσσω < σύν + ἀλλάσσω
Ρήμα
επεξεργασίασυναλλάσσομαι
- (οικονομία) κάνω (εμπορικές ή γενικότερα οικονομικές —ή και άλλες—) συναλλαγές
Συγγενικά
επεξεργασίαΚλίση
επεξεργασία Παθητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συναλλάσσομαι | συναλλασσόμουν(α) | θα συναλλάσσομαι | να συναλλάσσομαι | ||
β' ενικ. | συναλλάσσεσαι | συναλλασσόσουν(α) | θα συναλλάσσεσαι | να συναλλάσσεσαι | (συναλλάσσου) | |
γ' ενικ. | συναλλάσσεται | συναλλασσόταν(ε) | θα συναλλάσσεται | να συναλλάσσεται | ||
α' πληθ. | συναλλασσόμαστε | συναλλασσόμαστε συναλλασσόμασταν |
θα συναλλασσόμαστε | να συναλλασσόμαστε | ||
β' πληθ. | συναλλάσσεστε | συναλλασσόσαστε συναλλασσόσασταν |
θα συναλλάσσεστε | να συναλλάσσεστε | (συναλλάσσεστε) | |
γ' πληθ. | συναλλάσσονται | συναλλάσσονταν συναλλασσόντουσαν |
θα συναλλάσσονται | να συναλλάσσονται | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συναλλάχτηκα | θα συναλλαχτώ | να συναλλαχτώ | συναλλαχτεί | ||
β' ενικ. | συναλλάχτηκες | θα συναλλαχτείς | να συναλλαχτείς | συναλλάξου | ||
γ' ενικ. | συναλλάχτηκε | θα συναλλαχτεί | να συναλλαχτεί | |||
α' πληθ. | συναλλαχτήκαμε | θα συναλλαχτούμε | να συναλλαχτούμε | |||
β' πληθ. | συναλλαχτήκατε | θα συναλλαχτείτε | να συναλλαχτείτε | συναλλαχτείτε | ||
γ' πληθ. | συναλλάχτηκαν συναλλαχτήκαν(ε) |
θα συναλλαχτούν(ε) | να συναλλαχτούν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | έχω συναλλαχτεί | είχα συναλλαχτεί | θα έχω συναλλαχτεί | να έχω συναλλαχτεί | συναλλαγμένος | |
β' ενικ. | έχεις συναλλαχτεί | είχες συναλλαχτεί | θα έχεις συναλλαχτεί | να έχεις συναλλαχτεί | ||
γ' ενικ. | έχει συναλλαχτεί | είχε συναλλαχτεί | θα έχει συναλλαχτεί | να έχει συναλλαχτεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συναλλαχτεί | είχαμε συναλλαχτεί | θα έχουμε συναλλαχτεί | να έχουμε συναλλαχτεί | ||
β' πληθ. | έχετε συναλλαχτεί | είχατε συναλλαχτεί | θα έχετε συναλλαχτεί | να έχετε συναλλαχτεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συναλλαχτεί | είχαν συναλλαχτεί | θα έχουν συναλλαχτεί | να έχουν συναλλαχτεί |