συναλλακτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναλλακτικός < ελληνιστική κοινή συναλλακτικός < αρχαία ελληνική συναλλάσσω / συναλλάττω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική transactional[1])
Επίθετο
επεξεργασίασυναλλακτικός
- που έχει σχέση με συναλλαγές ή αναφέρεται σ’ αυτές
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναλλακτικός
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ συναλλακτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)