↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο συναλλακτικός η συναλλακτική το συναλλακτικό
      γενική του συναλλακτικού της συναλλακτικής του συναλλακτικού
    αιτιατική τον συναλλακτικό τη συναλλακτική το συναλλακτικό
     κλητική συναλλακτικέ συναλλακτική συναλλακτικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι συναλλακτικοί οι συναλλακτικές τα συναλλακτικά
      γενική των συναλλακτικών των συναλλακτικών των συναλλακτικών
    αιτιατική τους συναλλακτικούς τις συναλλακτικές τα συναλλακτικά
     κλητική συναλλακτικοί συναλλακτικές συναλλακτικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
συναλλακτικός < ελληνιστική κοινή συναλλακτικός < αρχαία ελληνική συναλλάσσω / συναλλάττω (σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική transactional[1])

  Επίθετο

επεξεργασία

συναλλακτικός

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. συναλλακτικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)