Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
transactional transactionals

transactional (en)

  1. συναλλακτικός
  2. (βάσεις δεδομένων) οι βάσεις δεδομένων που στις συναλλαγές (transactions) τους υποστηρίζουν τις ιδιότητες ACID[1]

Συγγενικά

επεξεργασία

Δείτε επίσης

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. (αγγλικά) SQLite Transaction, πρόσβαση:2020-03-13