Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ασυνάλλακτος η ασυνάλλακτη το ασυνάλλακτο
      γενική του ασυνάλλακτου της ασυνάλλακτης του ασυνάλλακτου
    αιτιατική τον ασυνάλλακτο την ασυνάλλακτη το ασυνάλλακτο
     κλητική ασυνάλλακτε ασυνάλλακτη ασυνάλλακτο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ασυνάλλακτοι οι ασυνάλλακτες τα ασυνάλλακτα
      γενική των ασυνάλλακτων των ασυνάλλακτων των ασυνάλλακτων
    αιτιατική τους ασυνάλλακτους τις ασυνάλλακτες τα ασυνάλλακτα
     κλητική ασυνάλλακτοι ασυνάλλακτες ασυνάλλακτα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασυνάλλακτος < ελληνιστική κοινή ἀσυνάλλακτος

  Επίθετο επεξεργασία

ασυνάλλακτος[1]

  1. (σπάνιο) που δεν υπόκειται σε συναλλαγές
  2. (αρχαιοπρεπές) ακοινώνητος

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. ασυνάλλακτος - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη.  (συντομογραφίες)