επισυναλλαγματική
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- επισυναλλαγματική < επι- + συναλλαγματική
Ουσιαστικό
επεξεργασίαεπισυναλλαγματική θηλυκό
- (νομικός όρος, οικονομία) νέα συναλλαγματική, στη θέση άλλης, κατά της οποίας υπήρξε διαμαρτυρία