συναλλαγματικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- συναλλαγματικός < αρχαία ελληνική συναλλαγματικός < συναλλάσσομαι
Επίθετο
επεξεργασίασυναλλαγματικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με το συνάλλαγμα ή τη συναλλαγματική, αναφέρεται σ’ αυτά ή αποτελείται από συνάλλαγμα
- (ουσιαστικοποιημένο) συναλλαγματική
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη συναλλάσσομαι
Μεταφράσεις
επεξεργασία συναλλαγματικός